- αλκαλιμετρία
- Ογκομετρική μέθοδος της αναλυτικής χημείας, με την οποία προσδιορίζεται ο τίτλος ενός αλκαλικού διαλύματος (διάλυμα βάσης, αλκαλικού άλατος κλπ.), δηλαδή η πραγματική ποσότητα της βάσης που περιέχεται μέσα στο διάλυμα. Σε γνωστό όγκο του διαλύματος αυτού προστίθενται λίγες σταγόνες ενός έγχρωμου δείκτη και στη συνέχεια σταγόνες από ένα διάλυμα οξέος με γνωστό τίτλο, έως ότου αλλάξει χρώμα ο δείκτης. Από τον όγκο του διαλύματος του οξέος που χρησιμοποιήθηκε προσδιορίζεται η ποσότητα της βάσης που εξουδετερώθηκε.
* * *η Χημ.ο προσδιορισμός τής ποσότητας μιας βάσεως που περιέχεται σε 1 λίτρο διαλύματος (τιτλοδότηση διαλύματος).[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. alkalimetry < alkali (πρβλ. άλκαλι) + -metry < -μετρία*].
Dictionary of Greek. 2013.